χονδρολόγημα

χονδρολόγημα
το, Ν
απρεπής, ανάρμοστος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο)- /χοντρ(ο)-* + λέγω (πρβλ. ευφυϊο-λόγημα) Η λ., στον πληθ. χονδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”